Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μοιμύλλω
μοιόν
μοῖρα
μοιραγέτης
μοιράδιος
μοιράζω
μοιραῖος
μοιράς
μοιράω
μοιρηγενής
μοιρηγέτης
μοιριαῖος
μοιρίδιος
μοιρικός
μοιρίς
μοιρογνωμόνιον
μοιρογραφία
μοιροδοκέω
μοιροθεσία
μοιρόκραντος
μοιρολογέω
View word page
μοιρηγέτης
μοιρ-ηγέτης, εω, , Ion. for μοιραγέτης


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοιρηγέτης
Headword (normalized):
μοιρηγέτης
Headword (normalized/stripped):
μοιρηγετης
IDX:
68265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοιρ-ηγέτης</span>, <span class="itype greek">εω</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">μοιραγέτης</span> </div><br><br>'}