Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακρουστέον
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρύπτω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
ἀνάκτισις
ἀνακτιστής
ἀνακτίτης
ἀνακτόρεος
ἀνακτορία
ἀνακτόριος
ἀνάκτορον
ἀνακτός
Ἀνακτοτελέσται
View word page
ἀνακτητικός
ἀνα-κτητικός, , όν,
A). recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2 ).


ShortDef

recuperative:

Debugging

Headword:
ἀνακτητικός
Headword (normalized):
ἀνακτητικός
Headword (normalized/stripped):
ανακτητικος
IDX:
6825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνα-κτητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">recuperative:</span> <span class="foreign greek">ἀνακτητικόν· γλήχων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="quote greek">ἀνακτάομαι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:1:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4085.tlg001:1.2/canonical-url/"> 1.2 </a> ).</div> </div><br><br>'}