Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μογισαψεδάφα
μογξοῦντες
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μόδα
μοδίολος
μόδιος
μοδισμός
μόδος
μοεύων
μόθαξ
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
μοθωνικός
μοιμυάω
μοιμύλλω
μοιόν
μοῖρα
View word page
μοεύων
μοεύων· ψέγων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μοεύων
Headword (normalized):
μοεύων
Headword (normalized/stripped):
μοευων
IDX:
68247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μοεύων·</span> <span class="foreign greek">ψέγων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}