Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μογείω
μογερός
μογέω
μογιλάλος
μόγις
μογισαψεδάφα
μογξοῦντες
μόγος
μογοστοκία
μογοστόκος
μόδα
μοδίολος
μόδιος
μοδισμός
μόδος
μοεύων
μόθαξ
μόθος
μόθουρα
μόθων
μοθωνία
View word page
μόδα
μόδα· στρώματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόδα
Headword (normalized):
μόδα
Headword (normalized/stripped):
μοδα
IDX:
68242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μόδα·</span> <span class="foreign greek">στρώματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}