μνῆστις, Dor. and Aeol.
μνᾶστ-,
ιος,
ἡ,
A). remembrance, recollection, heed,
οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Od. 13.280 ;
ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Alcm. 64 ;
ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μ. S. Aj. 520 , cf.
1269 ;
ὅτου .. ἀπορρεῖ μ. ib.
523 ;
μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί Theoc. 28.23 ;
οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε then you bethought yourselves of Gelon,
Hdt. 7.158 .