Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακρίνω
ἀνάκρισις
ἀνακριτήρ
ἀνακρίτως
ἀνακροταλίζω
ἀνακροτέω
ἀνάκρουμα
ἀνακρουσία
ἀνάκρουσις
ἀνακρουστέον
ἀνακρουστικός
ἀνακρούω
ἀνακρύπτω
ἀνακρωτηρίαστος
ἀνακτάομαι
ἀνακτένισμα
ἀνακτέον
ἀνάκτησις
ἀνακτητέος
ἀνακτητικός
ἀνακτίζω
View word page
ἀνακρουστικός
ἀνακρου-στικός, , όν,
A). capable of reacting, πληγή Plu. 2.936f .


ShortDef

capable of reacting

Debugging

Headword:
ἀνακρουστικός
Headword (normalized):
ἀνακρουστικός
Headword (normalized/stripped):
ανακρουστικος
IDX:
6816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνακρου-στικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">capable of reacting,</span> <span class="quote greek">πληγή</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.936f </span> .</div> </div><br><br>'}