Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιτρηδόν
μιτρηφορέω
μιτρηφόρος
μιτρίον
μιτρόδετος
μιτροφορέω
μιτροφόρος
μιτροχίτων
μιτρόω
μιτρώδης
μίττος
Μιτυλήνη
μίτυλος
μίτυς
μιτώδης
μιχέω
μιχθαλόεις
μιχωκεῖ
μνᾶ
μναάδας
μνααῖος
View word page
μίττος
μίττος· τάξις, σειρά, τόνος, Hsch.; cf. μίτος, κατάμιττα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μίττος
Headword (normalized):
μίττος
Headword (normalized/stripped):
μιττος
IDX:
68138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μίττος·</span> <span class="foreign greek">τάξις, σειρά, τόνος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μίτος, κατάμιττα</span>.</div><br><br>'}