Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μίτρα
Μίτρα
μιτράγχουσα
μιτρανάδεσμος
μιτρηδόν
μιτρηφορέω
μιτρηφόρος
μιτρίον
μιτρόδετος
μιτροφορέω
μιτροφόρος
μιτροχίτων
μιτρόω
μιτρώδης
μίττος
Μιτυλήνη
μίτυλος
μίτυς
μιτώδης
μιχέω
μιχθαλόεις
View word page
μιτροφόρος
μιτρο-φόρος, ον,
A). = μιτρηφόρος , Plu. 2.672a .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μιτροφόρος
Headword (normalized):
μιτροφόρος
Headword (normalized/stripped):
μιτροφορος
IDX:
68134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μιτρο-φόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μιτρηφόρος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.672a </span>.</div> </div><br><br>'}