Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μίστυλλον
μιστύλλω
μίσυ
μίσυβρις
μισυοί
μίσχος
μιτάριον
μιτηρός
μίτινοι
μιτίσασθαι
μιτίσκος
μιτοεργός
μιτόομαι
μιτορραφής
μίτος
μίτρα
Μίτρα
μιτράγχουσα
μιτρανάδεσμος
μιτρηδόν
μιτρηφορέω
View word page
μιτίσκος
μῐτ-ίσκος,
A). mitiscus, ib.


ShortDef

mitiscus

Debugging

Headword:
μιτίσκος
Headword (normalized):
μιτίσκος
Headword (normalized/stripped):
μιτισκος
IDX:
68119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68120
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῐτ-ίσκος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mitiscus</span>, ib.</div> </div><br><br>'}