Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιστυλάομαι
μίστυλλον
μιστύλλω
μίσυ
μίσυβρις
μισυοί
μίσχος
μιτάριον
μιτηρός
μίτινοι
μιτίσασθαι
μιτίσκος
μιτοεργός
μιτόομαι
μιτορραφής
μίτος
μίτρα
Μίτρα
μιτράγχουσα
μιτρανάδεσμος
μιτρηδόν
View word page
μιτίσασθαι
μῐτ-ίσασθαι,
A). liciare, ib.


ShortDef

liciare

Debugging

Headword:
μιτίσασθαι
Headword (normalized):
μιτίσασθαι
Headword (normalized/stripped):
μιτισασθαι
IDX:
68118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68119
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῐτ-ίσασθαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">liciare</span>, ib.</div> </div><br><br>'}