μιστύλλω
μιστύλλω,
A). cut up, in always of cutting up meat before roasting, μίστυλλόν τ’ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν , cf. 1.465 9.210 , al.; εὗσέ τε μίστυλλέν τε ; 14.75 μιστύλλουσι δρόμον Φαεθοντίδος αἴγλης, metaph., of a sun-dial, AP 9.782 ( ): pres. part., Fr. 409 , Clidem. 17 : aor. 1 ἐμίστῡλα : part. fem. 24 μιστύλασα : Med. 154 ἐμιστύλαντο [ῡ] D. 21.115 .