Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μισοπονηρέω
μισοπονηρία
μισοπόνηρος
μισοπονία
μισόπονος
μισοπόρπαξ
μισοποσείδων
μισοπράγμων
μισοπρόβατος
μισοπροσήγορος
μισόπτωχος
μισοπώγων
μισορήτωρ
μισορώμαιος
μῖσος
μισόσοφος
μισοστρατιώτης
μισοσύλλας
μισοσώματος
μισοτεκνία
μισότεκνος
View word page
μισόπτωχος
μῑσό-πτωχος, ον,
A). hating the poor, of the gout, Luc. Epigr. 47 .


ShortDef

hating the poor

Debugging

Headword:
μισόπτωχος
Headword (normalized):
μισόπτωχος
Headword (normalized/stripped):
μισοπτωχος
IDX:
68087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68088
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῑσό-πτωχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hating the poor</span>, of the gout, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.</span> 47 </span>.</div> </div><br><br>'}