Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μισόδοξος
μισόδουλος
μισόθεος
μισόθηρος
μισοΐδιος
μισοίκειος
μισοινία
μίσοινος
μισοκαῖσαρ
μισοκακέω
μισοκαλήμερος
μισόκαλος
μισοκύκλωψ
μισολάκων
μισολάμαχος
μισόλεκτρος
μισολογέω
μισολογία
μισόλογος
μισόνεικος
μισόνοθος
View word page
μισοκαλήμερος
μῑσο-κᾰλήμερος, ον,
A). curmudgeonly, Donat.ad Ter. Adelph. 839 , 840 .


ShortDef

curmudgeonly

Debugging

Headword:
μισοκαλήμερος
Headword (normalized):
μισοκαλήμερος
Headword (normalized/stripped):
μισοκαλημερος
IDX:
68051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῑσο-κᾰλήμερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">curmudgeonly</span>, Donat.ad Ter.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Adelph.</span> 839 </span>, <span class="bibl"> 840 </span>.</div> </div><br><br>'}