Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μίσθωμα
μισθωμάτιον
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτεύω
μισθωτήριον
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μισθώτρια
μίσιππος
μίσκαιος
μισοβάρβαρος
μισοβασιλεύς
μισογέλως
μισογόης
μισογύναιος
μισογύνης
μισογυνία
μισόγυνος
View word page
μισθώτρια
μισθ-ώτρια, , fem. of μισθωτής, Phryn. Com. 74 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μισθώτρια
Headword (normalized):
μισθώτρια
Headword (normalized/stripped):
μισθωτρια
IDX:
68025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68026
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθ-ώτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of <span class="foreign greek">μισθωτής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> </span> Com.<span class="bibl"> 74 </span>.</div><br><br>'}