Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθόφορος
μισθόω
μίσθωμα
μισθωμάτιον
μισθωσιμαῖος
μισθώσιμος
μίσθωσις
μισθωτεύω
μισθωτήριον
μισθωτής
μισθωτικός
μισθωτός
μισθώτρια
μίσιππος
View word page
μισθωμάτιον
μισθ-ωμάτιον, τό, Dim. of foreg., Alciphr. 1.36 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μισθωμάτιον
Headword (normalized):
μισθωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
μισθωματιον
IDX:
68016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθ-ωμάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:1:36" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:1.36/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alciphr.</span> 1.36 </a> (pl.).</div><br><br>'}