ἀνακρεμάννυμι
ἀνακρεμ-άννῡμι, poet. ἀγκρ-:— Pass., -κρέμᾰμαι:—
A). hang up on a thing, πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα ; 1.440 τὰς πέδας ἀνεκρέμασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, as a votive offering, ; 5.77 τὰ ὅπλα πρὸς τὸ Ἀθήναιον ib. 95 ; ἀ. τινά crucify, ; 9.120 βροχὸν ἑαυτῷ περιθεὶς ἀνεκρέμασε ; 2.6 suspend a wounded limb in a sling, Art. 22 :— Pass., ἀνακρεμαμένου τοῦ νέκυος being hung up, . 2.121 γ/; τούτου .. τοῦ ἀνακρεμασθέντος , cf. 9.122 7.194 .
II). make dependent, ἀ. ἐξ ἀλλήλων τὴν δύναμιν Ion 536a ; ἀνακρεμάσας [ὑμᾶς] ἀπὸ τῶν ἐλπίδων ; 3.100 ἀ. τὴν πίστιν εἴς τινα Pib. 8.19.3 .