Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορία
μισθοφορικός
μισθόφορος
View word page
μισθοπιπράσκω
μισθο-πιπράσκω,
A). sell under long lease, pf. inf. μεμισθοπεπρακέναι POxy. 2136.4 , 14 (iii A. D.).


ShortDef

sell under long lease

Debugging

Headword:
μισθοπιπράσκω
Headword (normalized):
μισθοπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
μισθοπιπρασκω
IDX:
68003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68004
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθο-πιπράσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sell under long lease</span>, pf. inf. <span class="quote greek">μεμισθοπεπρακέναι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 2136.4 </span> ,<span class="bibl"> 14 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}