Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
μισθοφορητέον
μισθοφορία
View word page
μισθοκαρπία
μισθο-καρπία
,
ἡ
,
A).
leased usufruct,
PLips.
10 ii 9
(iii A. D.).
ShortDef
leased usufruct
Debugging
Headword:
μισθοκαρπία
Headword (normalized):
μισθοκαρπία
Headword (normalized/stripped):
μισθοκαρπια
IDX:
68001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68002
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθο-καρπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leased usufruct,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PLips.</span> 10 ii 9 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}