Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
μισθοφορέω
View word page
μισθόδουλος
μισθό-δουλος
,
ὁ
,
A).
hired slave
, Anon.in
An.Ox.
2.362
.
ShortDef
hired slave
Debugging
Headword:
μισθόδουλος
Headword (normalized):
μισθόδουλος
Headword (normalized/stripped):
μισθοδουλος
IDX:
67999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68000
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθό-δουλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hired slave</span>, Anon.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 2.362 </span>.</div> </div><br><br>'}