Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβασκάνιστος
ἀβάσκανος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβαστον
ἀβατόομαι
ἄβατος
ἀβαφής
ἄβδελον
ἀβδέλυκτος
Ἀβδηρίτης
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
ἄβεις
ἄβελλον
ἀβελτέρειος
ἀβελτερεύομαι
View word page
ἄβδελον
ἄβδελον· ταπεινόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄβδελον
Headword (normalized):
ἄβδελον
Headword (normalized/stripped):
αβδελον
IDX:
67
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄβδελον·</span> <span class="foreign greek">ταπεινόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}