Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
μισθομολογία
μισθοπιπράσκω
μισθοποιέομαι
μισθοπρασία
μισθός
μισθουργός
μισθοφορά
View word page
μισθοδουλία
μισθο-δουλία
,
ἡ
,
A).
hired service
,
Hsch.
s.v.
θητεῖαι
.
ShortDef
hired service
Debugging
Headword:
μισθοδουλία
Headword (normalized):
μισθοδουλία
Headword (normalized/stripped):
μισθοδουλια
IDX:
67998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67999
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθο-δουλία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hired service</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">θητεῖαι</span> .</div> </div><br><br>'}