Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
μίσθιος
μισθοδοσία
μισθοδοτέω
μισθοδότης
μισθοδουλία
μισθόδουλος
μισθόδωρος
μισθοκαρπία
View word page
μισθάρνισσα
μισθάρν-ισσα, , fem. of sq., Hdn. Epim. 57 .


ShortDef

wage-earner

Debugging

Headword:
μισθάρνισσα
Headword (normalized):
μισθάρνισσα
Headword (normalized/stripped):
μισθαρνισσα
IDX:
67991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθάρν-ισσα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0087.tlg036:57" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0087.tlg036:57/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epim.</span> 57 </a>.</div><br><br>'}