Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μίσημα
μισήνερως
μισητέος
μισητής
μισητία
μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
μισθαρνία
μισθαρνικός
μισθάρνισσα
μίσθαρνος
μισθαρχίδης
View word page
μισθαποδότης
μισθαπο-δότης, ου, ,
A). one who pays wages, rewarder, ib. 11.6 .


ShortDef

one who pays wages, a rewarder

Debugging

Headword:
μισθαποδότης
Headword (normalized):
μισθαποδότης
Headword (normalized/stripped):
μισθαποδοτης
IDX:
67983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μισθαπο-δότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who pays wages, rewarder</span>, ib.<span class="bibl"> 11.6 </span>.</div> </div><br><br>'}