Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μίσευμα
μισέω
μισηδονία
μίσηθρον
μισήλιος
μίσημα
μισήνερως
μισητέος
μισητής
μισητία
μισητίζω
μισητικός
μισητός
μίσητρον
μισθαποδοσία
μισθαποδότης
μισθαποχή
μισθάριον
μισθαρνέω
μισθάρνης
μισθαρνητικός
View word page
μισητίζω
μῑς-ητίζω,
A). = μισέω , Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
μισητίζω
Headword (normalized):
μισητίζω
Headword (normalized/stripped):
μισητιζω
IDX:
67978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῑς-ητίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μισέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}