Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μισαργυρία
μισάρετος
μίσασθαι
μισγάγκεια
μισγοδία
μισέλλην
μίσεργος
μισέρως
μισεταιρία
μισέταιρος
μίσευμα
μισέω
μισηδονία
μίσηθρον
μισήλιος
μίσημα
μισήνερως
μισητέος
μισητής
μισητία
μισητίζω
View word page
μίσευμα
μίσευμα
[
ῐ],
A).
=
ἡμίσευμα
,
Supp.Epigr.
2.705.29
(Perga, perh. i A.D.).
ShortDef
> ἡμι- a half (name of a tax)
Debugging
Headword:
μίσευμα
Headword (normalized):
μίσευμα
Headword (normalized/stripped):
μισευμα
IDX:
67968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67969
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μίσευμα</span> [<span class="foreign greek">ῐ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἡμίσευμα</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 2.705.29 </span> (Perga, perh. i A.D.).</div> </div><br><br>'}