μιργάβωρ
μιργάβωρ,
A). = λυκόφως , (- ᾱβωρ = ἠώς; μιργ - perh. cogn. with Lith. mirgēti 'glimmer', O mirce 'murky'.) μιργῶσαι· πηλῶσαι, Id. (Cf. foreg.) μίρεα· λάχανα, Id. μίρκα· εὐανθής, ποικίλη ἄνθεσι, Id. μίρμα· ἐπὶ τοῦ κακοπινοῦς καὶ ῥυπαροῦ καὶ πονηροῦ, Id. μίρον· ὅταν ἀπονυστάζῃ τις, λέγουσι Ταραντῖνοι, Id.