Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μινυώριος
μίνω
Μίνως
μίξ1
μιξ2
μιξαίθρια
μιξάνθρωπος
μιξαρχαγέτας
μιξέλληνες
μιξεριφαρνογενής
μιξίαμβος
μιξίας
μίξιμος
μίξις
μιξοβάρβαρος
μιξοβόας
μιξογενής
μιξοδία
μιξοθάλασσος
μιξόθηλυς
μιξόθηρ
View word page
μιξίαμβος
μιξ-ίαμβος [ῐα],,
A). mixed with satires, satiric, Hsch.


ShortDef

mixed with satires, satiric

Debugging

Headword:
μιξίαμβος
Headword (normalized):
μιξίαμβος
Headword (normalized/stripped):
μιξιαμβος
IDX:
67912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67913
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μιξ-ίαμβος</span> [<span class="foreign greek">ῐα],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixed with satires, satiric</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}