Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μινυανθής
μινύζηον
μινυθέω
μινύθημα
μινύθησις
μινυθικός
μινύθω
μινυθώδης
μίνυνθᾰ
μινυνθάδιος
μινυνθάνω
μινύον
μινύριγμα
μινυρίζω
μινύρισμα
μινυρισμός
μινυρίστρια
μινύρομαι
μινυρός
μινυώριος
μίνω
View word page
μινυνθάνω
μῐνυνθάνω [ᾰ],
A). = μινύθω I, μινυνθάνει ἀγλαὸν ἥβην PMich. 11.7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μινυνθάνω
Headword (normalized):
μινυνθάνω
Headword (normalized/stripped):
μινυνθανω
IDX:
67893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67894
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῐνυνθάνω</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μινύθω</span> I, <span class="quote greek">μινυνθάνει ἀγλαὸν ἥβην</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMich.</span> 11.7 </span> .</div> </div><br><br>'}