Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μίνθᾰ
μινθόβαψ
μίνθος
μινθόω
μίνθωνος
μίνιον
Μινύαι
μινυανθής
μινύζηον
μινυθέω
μινύθημα
μινύθησις
μινυθικός
μινύθω
μινυθώδης
μίνυνθᾰ
μινυνθάδιος
μινυνθάνω
μινύον
μινύριγμα
μινυρίζω
View word page
μινύθημα
μῐνῠ/θ-ημα, ατος, τό,
A). that which is lessened, ibid. (pl.).


ShortDef

that which is lessened

Debugging

Headword:
μινύθημα
Headword (normalized):
μινύθημα
Headword (normalized/stripped):
μινυθημα
IDX:
67886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μῐνῠ/θ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">that which is lessened</span>, ibid. (pl.).</div> </div><br><br>'}