Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιμολογέομαι
μιμολόγος
μιμορτοβία
μῖμος
μιμώ
μιμῳδός
μιν
μίνδαξ
μίνδις
μίνθᾰ
μινθόβαψ
μίνθος
μινθόω
μίνθωνος
μίνιον
Μινύαι
μινυανθής
μινύζηον
μινυθέω
μινύθημα
μινύθησις
View word page
μινθόβαψ
μινθόβαψ,
A). v. πλινθόβαψ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μινθόβαψ
Headword (normalized):
μινθόβαψ
Headword (normalized/stripped):
μινθοβαψ
IDX:
67877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μινθόβαψ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πλινθόβαψ</span> .</div> </div><br><br>'}