Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιμικός
μιμιχμός
μιμνάζω
Μιμνέρμειον
μιμνήσκω
μίμνω
μιμόβιος
μιμογράφος
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μιμορτοβία
μῖμος
μιμώ
μιμῳδός
μιν
μίνδαξ
μίνδις
μίνθᾰ
μινθόβαψ
μίνθος
μινθόω
View word page
μιμορτοβία
μιμορτοβία· ναῦς ᾗ ἄνθρωποι βεβήκασιν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μιμορτοβία
Headword (normalized):
μιμορτοβία
Headword (normalized/stripped):
μιμορτοβια
IDX:
67869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μιμορτοβία·</span> <span class="foreign greek">ναῦς ᾗ ἄνθρωποι βεβήκασιν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}