Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
μιμητός
μιμήτωρ
μιμία
μιμίαμβοι
μιμικός
μιμιχμός
μιμνάζω
Μιμνέρμειον
μιμνήσκω
μίμνω
μιμόβιος
μιμογράφος
μιμολογέομαι
μιμολόγος
μιμορτοβία
μῖμος
View word page
μιμιχμός
μιμιχμός
,
ὁ
,
A).
neighing of horses
,
Hsch.
; cf.
μιμάξασα
.
ShortDef
neighing of horses
Debugging
Headword:
μιμιχμός
Headword (normalized):
μιμιχμός
Headword (normalized/stripped):
μιμιχμος
IDX:
67860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67861
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μιμιχμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">neighing of horses</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">μιμάξασα</span>.</div> </div><br><br>'}