Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιλτωρύχος
μιλτωτός
μιλφός
μίλφωσις
μιμαίκυλον
Μιμαλλών
μιμάξασα
μίμαρκυς
Μίμας
μιμάς
μίμαστα
μιμαυλέω
μίμαυλος
μιμεία
μιμέομαι
μιμηλός
μίμημα
μίμησις
μιμητέος
μιμητής
μιμητικός
View word page
μίμαστα
μίμαστα· ἄγρια λάχανα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μίμαστα
Headword (normalized):
μίμαστα
Headword (normalized/stripped):
μιμαστα
IDX:
67844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μίμαστα·</span> <span class="foreign greek">ἄγρια λάχανα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}