Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιλτηλιφής
μίλτινος
μιλτίτης
μιλτοκάρηνος
μιλτολογέω
μιλτοπάρηος
μιλτόπρεπτος
μιλτόπρῳρος
μίλτος
μιλτοφοριών
μιλτοφυρής
μιλτόχρως
μιλτόω
μιλτώδης
μιλτωρυχία
μιλτωρύχος
μιλτωτός
μιλφός
μίλφωσις
μιμαίκυλον
Μιμαλλών
View word page
μιλτοφυρής
μιλτο-φῠρής, ές,
A). daubed with red, σχοῖνος AP 6.103 ( Phil.).


ShortDef

daubed with red

Debugging

Headword:
μιλτοφυρής
Headword (normalized):
μιλτοφυρής
Headword (normalized/stripped):
μιλτοφυρης
IDX:
67829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μιλτο-φῠρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">daubed with red</span>, <span class="quote greek">σχοῖνος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.103 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}