Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικροσφυκτέω
μικρόσφυκτος
μικροσφυξία
μικροτεχνία
μικρότης
μικροτοκιστής
μικρότοπος
μικροτράπεζος
μικροτράχηλος
μικρότριχος
μικροφάγος
μικρόφθαλμος
μικροφιλοτιμία
μικροφιλότιμος
μικροφροσύνη
μικρόφρων
μικροφυής
μικροφυΐα
μικρόφυλλος
μικροφωνία
μικρόφωνος
View word page
μικροφάγος
μικρο-φάγος [ᾰ],,
A). eating little, Suid.s.v. <*>ατιολοιχός.


ShortDef

eating little

Debugging

Headword:
μικροφάγος
Headword (normalized):
μικροφάγος
Headword (normalized/stripped):
μικροφαγος
IDX:
67779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρο-φάγος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eating little</span>, Suid.s.v. &lt;*&gt;<span class="itype greek">ατιολοιχός</span>.</div> </div><br><br>'}