Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικρόσταχυς
μικρόστηθος
μικρόστομος
μικρόσφαιρον
μικροσφυκτέω
μικρόσφυκτος
μικροσφυξία
μικροτεχνία
μικρότης
μικροτοκιστής
μικρότοπος
μικροτράπεζος
μικροτράχηλος
μικρότριχος
μικροφάγος
μικρόφθαλμος
μικροφιλοτιμία
μικροφιλότιμος
μικροφροσύνη
μικρόφρων
μικροφυής
View word page
μικρότοπος
μικρό-τοπος, ον,
A). with a small opening, ὀφθαλμοί Herod. Med. in Rh.Mus. 58.86 .


ShortDef

with a small opening

Debugging

Headword:
μικρότοπος
Headword (normalized):
μικρότοπος
Headword (normalized/stripped):
μικροτοπος
IDX:
67775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67776
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρό-τοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a small opening</span>, <span class="quote greek">ὀφθαλμοί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herod.</span> </span> Med. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 58.86 </span>.</div> </div><br><br>'}