Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικρόσπλαγχνος
μικρόσταχυς
μικρόστηθος
μικρόστομος
μικρόσφαιρον
μικροσφυκτέω
μικρόσφυκτος
μικροσφυξία
μικροτεχνία
μικρότης
μικροτοκιστής
μικρότοπος
μικροτράπεζος
μικροτράχηλος
μικρότριχος
μικροφάγος
μικρόφθαλμος
μικροφιλοτιμία
μικροφιλότιμος
μικροφροσύνη
μικρόφρων
View word page
μικροτοκιστής
μικρο-τοκιστής, οῦ , ὁ (in Lat. form),
A). small money-lender, CIL 9.823 (Luceria).


ShortDef

small money-lender

Debugging

Headword:
μικροτοκιστής
Headword (normalized):
μικροτοκιστής
Headword (normalized/stripped):
μικροτοκιστης
IDX:
67774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρο-τοκιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span> <span class="foreign greek">, ὁ</span> (in Lat. form), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">small money-lender</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIL</span> 9.823 </span> (Luceria).</div> </div><br><br>'}