Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικρόπους
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικροπρόσωπος
μικρόπτερα
μικροπτέρυξ
μικροπύρηνος
μίκρορραξ
μικρόρριν
μικρορροπύγιος
μικρόρρωξ
μικρός
μικρόσαρκος
μικροσιτία
μικρόσιτος
μικροσκελής
μικρόσοφος
μικρόσπερμος
μικρόσπλαγχνος
μικρόσταχυς
μικρόστηθος
View word page
μικρόρρωξ
μικρόρρωξ, ωγος, , ,
A). = μικρόρραξ , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μικρόρρωξ
Headword (normalized):
μικρόρρωξ
Headword (normalized/stripped):
μικρορρωξ
IDX:
67756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρόρρωξ</span>, <span class="itype greek">ωγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μικρόρραξ</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}