Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μικροποιέω
μικροποιός
μικροπολιτεία
μικροπολίτης
μικροπολιτικός
μικροπόνηρος
μικρόπους
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικροπρόσωπος
μικρόπτερα
μικροπτέρυξ
μικροπύρηνος
μίκρορραξ
μικρόρριν
μικρορροπύγιος
μικρόρρωξ
μικρός
μικρόσαρκος
μικροσιτία
μικρόσιτος
View word page
μικρόπτερα
μικρό-πτερα
,
A).
f.l. for
μικρὰ πτερά
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μικρόπτερα
Headword (normalized):
μικρόπτερα
Headword (normalized/stripped):
μικροπτερα
IDX:
67750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67751
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρό-πτερα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">μικρὰ πτερά</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}