Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικρόμματος
μικρόμυρτος
μικρόνησος
μικρόπλεον
μικρόπνους
μικροποιέω
μικροποιός
μικροπολιτεία
μικροπολίτης
μικροπολιτικός
μικροπόνηρος
μικρόπους
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικροπρόσωπος
μικρόπτερα
μικροπτέρυξ
μικροπύρηνος
μίκρορραξ
μικρόρριν
μικρορροπύγιος
View word page
μικροπόνηρος
μικρο-πόνηρος, ον,
A). wicked in small things, Arist. Pol. 1295b10 .


ShortDef

wicked in small things

Debugging

Headword:
μικροπόνηρος
Headword (normalized):
μικροπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
μικροπονηρος
IDX:
67745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρο-πόνηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wicked in small things</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1295b:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1295b.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pol.</span> 1295b10 </a>.</div> </div><br><br>'}