Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μικρομέρεια
μικρομερής
μικρομετρέω
μικρόμισθος
μικρόμματος
μικρόμυρτος
μικρόνησος
μικρόπλεον
μικρόπνους
μικροποιέω
μικροποιός
μικροπολιτεία
μικροπολίτης
μικροπολιτικός
μικροπόνηρος
μικρόπους
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
μικροπρόσωπος
μικρόπτερα
μικροπτέρυξ
View word page
μικροποιός
μικρο-ποιός
,
όν
,
A).
making small, diminishing
,
Id.
43.6
.
ShortDef
making small, diminishing
Debugging
Headword:
μικροποιός
Headword (normalized):
μικροποιός
Headword (normalized/stripped):
μικροποιος
IDX:
67741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67742
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">making small, diminishing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 43.6 </span>.</div> </div><br><br>'}