Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικρόλυπος
μικρομεγέθης
μικρομελής
μικρομέρεια
μικρομερής
μικρομετρέω
μικρόμισθος
μικρόμματος
μικρόμυρτος
μικρόνησος
μικρόπλεον
μικρόπνους
μικροποιέω
μικροποιός
μικροπολιτεία
μικροπολίτης
μικροπολιτικός
μικροπόνηρος
μικρόπους
μικροπρέπεια
μικροπρεπής
View word page
μικρόπλεον
μικρό-πλεον, Adv.
A). a little more, BGU 316.3 (iv A.D.):—also μικρό-πλους, ζήσας μικρόπλους ἔτη κβ' IG 14.2560 ; ζ. μ. ἐτῶν ἑξήκοντα ib. 2300 .


ShortDef

a little more

Debugging

Headword:
μικρόπλεον
Headword (normalized):
μικρόπλεον
Headword (normalized/stripped):
μικροπλεον
IDX:
67738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67739
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρό-πλεον</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a little more</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 316.3 </span> (iv A.D.):—also <span class="orth greek">μικρό-πλους</span>, <span class="foreign greek">ζήσας μικρόπλους ἔτη κβ</span>\' <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.2560 </span>; <span class="foreign greek">ζ. μ. ἐτῶν ἑξήκοντα</span> ib.<span class="bibl"> 2300 </span>.</div> </div><br><br>'}