Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικρολόγος
μικρόλυπος
μικρομεγέθης
μικρομελής
μικρομέρεια
μικρομερής
μικρομετρέω
μικρόμισθος
μικρόμματος
μικρόμυρτος
μικρόνησος
μικρόπλεον
μικρόπνους
μικροποιέω
μικροποιός
μικροπολιτεία
μικροπολίτης
μικροπολιτικός
μικροπόνηρος
μικρόπους
μικροπρέπεια
View word page
μικρόνησος
μικρό-νησος, ,
A). small island, Eust. 1619.8 .


ShortDef

small island

Debugging

Headword:
μικρόνησος
Headword (normalized):
μικρόνησος
Headword (normalized/stripped):
μικρονησος
IDX:
67737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρό-νησος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">small island</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1619:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1619.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1619.8 </a>.</div> </div><br><br>'}