μικρολόγος
μικρο-λόγος or σμικρ-, ον,
A). counting trifles, careful about trifles; and so,
1). caring about petty expenses, penurious, , 59.36 Char. 10.1 , Fr. 255 , etc.; σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (sc. ἐμβάδας) . 109.4
2). cavilling about trifles, captious, μ. καὶ μεμψίμοιρος ; 12.8 μ. καὶ μικρολύπους ; 2.171b petty, Smp. 210d . Adv.- γως . 2.730b