Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μικρογραφία
μικροδοσία
μικρόδουλος
μικροθαύμαστος
μίκροθεν
μικροθυμία
μικρόθυμος
μικροκαμπής
μικροκαρπία
μικρόκαρπος
μικροκενόσπουδος
μικροκέφαλος
μικροκίνδυνος
μικροκλέπτης
μικροκοίλιος
μικρόκομψος
μικρολεγής
μικροληψία
μικρολογέομαι
μικρολογητέον
μικρολογία
View word page
μικροκενόσπουδος
μικρο-κενόσπουδος, ον,
A). busy with foolish trifles, Phld. Herc. 1457.9 .


ShortDef

busy with foolish trifles

Debugging

Headword:
μικροκενόσπουδος
Headword (normalized):
μικροκενόσπουδος
Headword (normalized/stripped):
μικροκενοσπουδος
IDX:
67716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67717
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικρο-κενόσπουδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">busy with foolish trifles</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1457.9 </span>.</div> </div><br><br>'}