Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μιθραδάτης
Μιθραῖον
Μιθράκανα
Μίθρας
Μιθριακός
μίθρος
μίθρους
μικιχιζόμενος
μικκοπρεπής
μικκός
μικκότρωγος
μικκύλος
μίκλας
μικός
μικραδικητής
μικραίτιος
μίκρασπις
μικραῦλαξ
μικρέμπορος
μικροβασιλεία
μικροβασιλεύς
View word page
μικκότρωγος
μικκότρωγος, ον,
A). eating little, name of a parasite in Plaut. Stich. 242 .


ShortDef

eating little

Debugging

Headword:
μικκότρωγος
Headword (normalized):
μικκότρωγος
Headword (normalized/stripped):
μικκοτρωγος
IDX:
67688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικκότρωγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eating little</span>, name of a parasite in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plaut.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Stich.</span> 242 </span>.</div> </div><br><br>'}