Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μιερός
μιηφόνος
Μιθραδάτης
Μιθραῖον
Μιθράκανα
Μίθρας
Μιθριακός
μίθρος
μίθρους
μικιχιζόμενος
μικκοπρεπής
μικκός
μικκότρωγος
μικκύλος
μίκλας
μικός
μικραδικητής
μικραίτιος
μίκρασπις
μικραῦλαξ
μικρέμπορος
View word page
μικκοπρεπής
μικκοπρεπής, ές, Dor. form of μικροπρεπής, POxy. 410.73 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μικκοπρεπής
Headword (normalized):
μικκοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
μικκοπρεπης
IDX:
67686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67687
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μικκοπρεπής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, Dor. form of <span class="foreign greek">μικροπρεπής</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 410.73 </span>.</div><br><br>'}