μῑκῐχιζόμενος, Lacon.
μικκιχιδδόμενος, in athletic contests at Sparta,
A). boy under age, IG 5(1).285 , al.;
ἀπὸ μικιχιζομένων μέχρι μελλειρονείας ib.
296 :
μικιζόμενος is expld. as
a male child in his third year,
Λέξεις Ἡροδότου in Stein
Hdt. ii
p.465 (Berol.
1871 ).