Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μίδας
μιεῖν
μιερός
μιηφόνος
Μιθραδάτης
Μιθραῖον
Μιθράκανα
Μίθρας
Μιθριακός
μίθρος
μίθρους
μικιχιζόμενος
μικκοπρεπής
μικκός
μικκότρωγος
μικκύλος
μίκλας
μικός
μικραδικητής
μικραίτιος
μίκρασπις
View word page
μίθρους
μίθρους· συζευγνυμένους, Hsch. μίκαι· λάχανα, ὄμβρια, Id. μίκας· μικρολόγος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μίθρους
Headword (normalized):
μίθρους
Headword (normalized/stripped):
μιθρους
IDX:
67684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-67685
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μίθρους·</span> <span class="foreign greek">συζευγνυμένους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">μίκαι·</span> <span class="foreign greek">λάχανα, ὄμβρια</span>, Id. <span class="orth greek">μίκας·</span> <span class="foreign greek">μικρολόγος</span>, Id.</div><br><br>'}