Μίδας
Μίδας [ῐ], gen. ου or α, Ion. Μίδης, εω, ὁ, Midas, proverbial for his wealth,
A). εἰ .. πλουτοίη .. Μίδεω καὶ Κινύρεω μάλιον , cf. 12.6 Epigr. 3 ; ἐὰν .. πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον Lg. 660e , cf. R. 408b ; ὑπὲρ .. τὸν Μίδα πλοῦτον Merc.Cond. 20 ; his ass's ears alluded to in Pl. 287 , etc.